προπειθω

προπειθω
    προπείθω
    προ-πείθω
    ранее убеждать
    

προπεπεισμένος Luc. — заранее убежденный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προπειθω" в других словарях:

  • προπείθω — Α πείθω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προπεπεισμένοι — προπείθω to be persuaded beforehand perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπεπεισμένος — προπείθω to be persuaded beforehand perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπεπεισμένου — προπείθω to be persuaded beforehand perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπείσεται — προπάσχω suffer first fut ind mid 3rd sg προπείθω to be persuaded beforehand aor subj mid 3rd sg (epic) προπείθω to be persuaded beforehand fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπιθ' — πρόπιθε , προπείθω to be persuaded beforehand aor imperat act 2nd sg πρόπιθε , προπείθω to be persuaded beforehand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόπῑθι , προπίνω drink before aor imperat act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»